- ευδιάλυτος
- Ορυκτό που αποτελείται από πυριτικά άλατα σιδήρου, ζιρκονίου και ασβεστίου. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει ερυθρούς διαφανείς κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη. Έχει σκληρότητα 5,5 και ειδικό βάρος 2,90-3,01. Βρίσκεται σε δύο ποικιλίες: τον κανονικό ε., που έχει θετική διπλή διάθλαση και βρίσκεται στη Γροιλανδία και τον ευκολίτη (αρνητική διπλή διάθλαση) που βρίσκεται στους συηνίτες της Νορβηγίας.
* * *-η, -ο (ΑΜ εὐδιάλυτος, -ον)αυτός που διαλύεται εύκολα, αυτός τού οποίου τα μέρη εύκολα διασπώνται ή αποχωρίζονταινεοελλ.1. (για χημικές ουσίες) αυτός που διαλύεται εύκολα και σε μικρή ποσότητα κάποιου διαλυτικού υγρού2. το ουδ. ως ουσ. το ευδιάλυτοη ευδιαλυτότητααρχ.1. (για παγίδα) αυτός που ανοίγεται εύκολα («εἰς γαλεάγρας θηρίων εὐδιαλύτους», Στράβ.)2. αυτός που ανασκευάζεται, που αναιρείται εύκολα («εἰσὶ δὲ κακίαι λόγων ρητορικῶν τότε εὐδιάλυτα λέγειν καὶ τὰ ἀντίστροφα», Διον. Αλ.)3. (για τροφή) εύπεπτος4. αυτός που συζητά και συμβιβάζεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. τού ρ. ευδιαλύομαι*].
Dictionary of Greek. 2013.